- προσετοιμάζω
- Α [ἑτοιμάζω]1. ετοιμάζω επί πλέον, κάνω και άλλες προετοιμασίες2. μέσ. προσετοιμάζομαιπροετοιμάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσετοιμάζει — προσετοιμάζω make preparations pres ind mp 2nd sg προσετοιμάζω make preparations pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάζων — προσετοιμάζω make preparations pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάσας — προσετοιμά̱σᾱς , προσετοιμάζω make preparations fut part act fem acc pl (doric) προσετοιμά̱σᾱς , προσετοιμάζω make preparations fut part act fem gen sg (doric) προσετοιμάσᾱς , προσετοιμάζω make preparations aor part act masc nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσετοιμάζοι — προσετοιμάζοῑ , προσετοιμάζω make preparations pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)